- θαμπάδα
- η1) тусклость, отсутствие блеска; 2) помутнение;
νιώθω στα μάτια μιά θαμπάδα — у меня помутилось в глазах;
3) тусклый свет
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
νιώθω στα μάτια μιά θαμπάδα — у меня помутилось в глазах;
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
θαμπάδα — η 1. έλλειψη στιλπνότητας, θάμπωμα 2. το αμυδρό φως τής αυγής ή τού δειλινού. [ΕΤΥΜΟΛ. < θαμπός + κατάλ. άδα* (πρβλ. ασπρ άδα, ζαλ άδα, κοιλ άδα)] … Dictionary of Greek
θαμπάδα — η ιδιότητα του θαμπού … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
θαμπιά — η [θαμπός] η θαμπάδα … Dictionary of Greek
θαμπουλίζω — έχω θαμπάδα, θαμπίζω. [ΕΤΥΜΟΛ. < θαμπός + υποκορ. καταλ. ουλίζω (πρβλ. βηχ ουλίζω < βήχας)] … Dictionary of Greek
θαμπούρα — η 1. η θαμπάδα 2. μουσικό όργανο που μοιάζει με την κιθάρα, ο ταμπουράς. [ΕΤΥΜΟΛ. < θαμπός. Με τη σημασία 2 βλ. λ. ταμπουράς] … Dictionary of Greek
καταχνάδα — η θαμπάδα, θολάδα, θάμπος. [ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α) * + αχνάδα (< αχνός)] … Dictionary of Greek
μουντάδα — η [μουντός] σκοτεινότητα, θαμπάδα, θολότητα, θολούρα … Dictionary of Greek
θολερότητα — η μερική θολούρα, θαμπάδα … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)